- ἀριστερόφιν
- ἀριστερόφιν, [dialect] Ep. gen. ofA
ἀριστερός, ἐπ' ἀ. Il.13.309
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀριστερός, ἐπ' ἀ. Il.13.309
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀριστερόφιν — ἀριστερός left indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)